αἱρέσεων

αἱρέσεων
αἱρέσεω̆ν , αἵρεσις
taking
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γνωστικισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται ένα σύνολο θεωριών και αιρέσεων της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής εποχής (2ος και 3ος αι. μ.Χ.). Οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι των σχολών αυτών ήταν ο Σίμων ο Μάγος, ο Καρποκράτης, ο Βαλεντίνος και ο Βασιλείδης. Οι …   Dictionary of Greek

  • ειρηναίος — I (1ος αι. μ.Χ.). Αλεξανδρινός γραμματικός, γνωστός και με το λατινικό όνομα Minucius Pacatus. Μαθήτευσε κοντά στον Ηλιόδωρο τον μετρικό και, όπως προκύπτει από το λατινικό όνομά του, είναι πιθανό ότι δίδαξε για ένα διάστημα και στη Ρώμη. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

  • επανάθημα — ἐπανάθημα, το (Α) [τίθημι] αυτό που τοποθετείται πάνω σε κάτι, το υλικό που τοποθετείται πάνω στα θεμέλια ενός οικοδομήματος, το εποικοδόμημα («καλάμη δὲ τά τῶν αιρέσεων ἐπαναθήματα» τα οικοδομήματα τών αιρέσεων είναι άχυρα, Κλήμ. Αλ.) …   Dictionary of Greek

  • ιππόλυτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της αμαζόνας Αντιόπης ή Ιππολύτης, ήρωας που θεοποιήθηκε στην Τροιζήνα, όπου τον ανέθρεψε ο παππούς του Πιτθέας. Ζούσε λατρεύοντας την Άρτεμη και κυνηγώντας. Η Αφροδίτη όμως ζήλεψε και έκανε τη… …   Dictionary of Greek

  • Εφραίμ ο Σύρος — (Νίσιβις, Μεσοποταμία 306; – Έδεσσα, Συρία 375 μ.Χ.). Εκκλησιαστικός συγγραφέας. Θεωρείται ο κλασικός της Συριακής Εκκλησίας και των συριακών εκκλησιαστικών γραμμάτων. Για τη ζωή του ελάχιστα είναι γνωστά, γιατί ο θρύλος συγχέεται με τα… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης ο Δαμασκηνός — (Δαμασκός, περ. 675 – Ιεροσόλυμα, περ. 750). Θεολόγος, υμνογράφος και διδάσκαλος της Εκκλησίας. Καταγόταν από οικογένεια γνωστή με το όνομα Μανσούρ και ο πατέρας του ήταν λογοθέτης στην αυλή του χαλίφη Αμπτ ελ Mαλέκ. Στην αρχή ακολούθησε και ο… …   Dictionary of Greek

  • Clitomachus (philosopher) — For other people named Kleitomachos, see Kleitomachos (disambiguation). Clitomachus (Greek: Κλειτόμαχος, also Cleitomachus or Kleitomachos; 187/6 110/09 BC[1]) originally named Hasdrubal, was a Carthaginian who came to Athens around 146 BC and… …   Wikipedia

  • On the Detection and Overthrow of the So-Called Gnosis — On the Detection and Overthrow of the So Called Gnosis, today also called On the Detection and Overthrow of Knowledge Falsely So Called[1] (Greek: ἔλεγχος και άνατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως, lit. Elenchus and Overturning of the Pseudonymous… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”